τριφασικός

τριφασικός
η , ό[ν] ΒΛ. трёхфазный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τριφασικός" в других словарях:

  • τριφασικός — ή, ό, Ν φρ. α) «τριφασικό ρεύμα» (ηλεκτρ.) σύστημα τριών μονοφασικών εναλλασσόμενων ρευμάτων τα οποία παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορά φάσης 120 β) «τριφασική γεννήτρια» (ηλεκτρ.) ηλεκτρική γεννήτρια η οποία παράγει εναλλασσόμενο τριφασικό ρεύμα… …   Dictionary of Greek

  • τριφασικός — ή, ό 1. που αποτελείται από συνδυασμό τριών εναλλασσόμενων μονοφασικών ηλεκτρικών ρευμάτων. 2. που λειτουργεί με τριφασικό ηλεκτρικό ρεύμα: Τριφασικός ηλεκτροκινητήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»